ιδισυγκρασική αλκοολική τοξίκωση
[ιδιοσινκράτικ άλκοχόλικ τόξικόουσις]
idiosyncratic alcoholic toxicosis
[iδiosigkrasiki΄ alkooliki΄ toxikosi]
Ερμηνεία:
[παρόμοια τοξίκωση με την παράδοξη αντίδραση στα βαρβιτουρικά ή τις βενζοδιαζεπίνες. Πρόκειται για χαρακτηριστική αλλαγή της συμπεριφοράς, συνήθως επιθετικότητα που εμφανίζεται μετά από κατανάλωση αλκοόλης σε ποσότητα που δεν είναι αρκετή να προκαλέσει αλκοολική τοξίκωση στα περισσότερα άτομα. Η επιθετική ή καταστροφική συμπεριφορά διαρκεί λίγες ώρες]idiosyncratic alcoholic toxicosis
Ετυμολογία:
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
The use of a detoxicant drug in the treatment of alcoholic toxicosis]. Mille T, Pastorino G.Minerva Med. 1970 Jul 4;61(53):2911-24.
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Ωτορινολαρυγγολόγος, Οδοντίατρος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Τοξικολογία:
|